Monday, January 04, 2010

Πικρή πατρίδα

Βάδιζε σκυφτά μιλώντας μόνος του,τραβώντας τα βλέμματα των περαστικών.Το γεμάτο παράπονο πρόσωπό του στόμωνε το μειδίαμα τους όπως και το φωναχτό παραμιλητό που ανέβαινε σχεδόν τραγουδιστά:"Δεν έκανα ταξίδια μακρινά..."
Οι δανεικοί στίχοι ακούγονταν σαν υπενθύμιση προς τον αποθαρρυμένο εαυτό,ο ίδιος ήταν εκείνη τη στιγμή ομιλητής και συνάμα προσεκτικός ακροατής που παρά τις αντιγνωμίες συμφωνούσαν στην πικρή διαπίστωση:Μια έρημη χώρα είναι η μοναχικότητα,δίχως ταξίδια σε άγνωστους προορισμούς,χωρίς την προσμονή τού διαφορετικού στις σύντομες περιηγήσεις.
Εξακολούθησε να περπατάει,του άρεσε η αίσθηση του κρύου έτσι όπως του πάγωνε το πρόσωπο και τις σκέψεις,όταν έφτασε στη μικρή,άδεια πλατεία με τα χιλιοσκαλισμένα παγκάκια και τα λιγοστά γυμνά δέντρα,κάθισε να κάνει ένα τσιγάρο.Απολαμβάνοντας την ησυχία του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ξανάρχισε το λυπημένο του τραγούδι.
"Ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει..."
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει,αισθάνθηκε ξαφνικά μια ζεστασιά που ήρθε να του θυμίσει ό,τι είχε λησμονηθεί,αυτό που υπήρξε το αληθινό τής ζωής του ταξίδιον.Έκλεισε τα μάτια μήπως μπορέσει να το ξαναζήσει για λίγο στη σκέψη του,περνώντας από γνώριμα μέρη της αγάπης και ψηλαφώντας νοερά τα πρόσωπα εκείνων που τον συντρόφευσαν στη διάρκεια του.
Ένιωσε ευγνωμοσύνη γι'αυτούς και για όλα όσα του δόθηκαν,με τρυφερότητα στοχάστηκε τους άγνωστους οδοιπόρους του βίου που επιδεικνύουν μια άκαρπη επιμονή στη φιλοφροσύνη.
Συνέχισε να κρατάει σφαλιστά τα βλέφαρα του ώστε να παρατείνει την ανάμνηση του ταξιδιού,αιχμαλωτίζοντας,όσο περισσότερο γινόταν,μια καθαρή και αναλλοίωτη εικόνα του,όμως τελικά αυτή κατάφερε να ξεφύγει και να χαθεί,κυλώντας αργά στο μάγουλό του.